- ματάκι
- gözcük, küçük göz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ματάκι — το 1. υποκορ. τού μάτι («τί έχει το ματάκι τού μωρού;») 2. φρ. «κάνω ματάκι» ανοιγοκλείνω γρήγορα το βλέφαρο τού ματιού μου για να γνέψω σε κάποιον κάτι ή για να κανονίσω ερωτική συνάντηση 3. παιχνίδι που παίζεται με βώλους από δύο παίκτες πάνω… … Dictionary of Greek
γλοιάζω — (Α) [γλοιός] κλείνω ματάκι σε κάποιον … Dictionary of Greek
ομμάτιο(ν) — το (Α ὀμμάτιον) μικρό μάτι, ματάκι νεοελλ. 1. οφθαλμός, μάτι 2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ὄμμα: ὀμμάτ ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι*. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. τού … Dictionary of Greek
ομματίδιο(ν) — το 1. μικρό μάτι, ματάκι 2. εντομολ. δομική υπομονάδα τού σύνθετου οφθαλμού τών αρθροπόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ιδιο(ν), πρβλ. ογκ ίδιο(ν). Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
οφθαλμίδιο — το (Α ὀφθαλμίδιον) [οφθαλμός] (υποκορ. τού οφθαλμός) ματάκι νεοελλ. εντομολ. 1. απλός οφθαλμός τών εντόμων, σε αντιδιαστολή προς τον σύνθετο 2. στρογγυλή δίχρωμη κηλίδα που βρίσκεται στις πτέρυγες τών εντόμων … Dictionary of Greek